Η προπαίδεια και το παιχνίδι συνδυάζονται ευχάριστα ...
Κάνοντας κλικ στις εικόνες μπορείτε να παίξετε τα παρακάτω παιχνίδια . Μη ξεχάσετε να επιλέξετε επίπεδο ή με την προπαίδεια τίνος αριθμού θέλετε να παίξετε.
27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του.
Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω… έγινε πόλεμος. δεν ακούς τις σειρήνες;»
Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο, αγαπούσε με πάθος τις αμερικάνικες ταινίες και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο – μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών.
Με οδηγό τους αγαπημένους του ήρωες από την ελληνική ιστορία και την εφηβεία προ των πυλών ο Πέτρος, με την αδελφή του και τους φίλους του, δε διστάζει να πάρει μέρος στην Αντίσταση, έχοντας πάντα για σύνθημα ένα τραγούδι:
Πάντα μπροστά μας,
για μια καινούρια ζωή…
Πάτα κλικ εδώ ή στην εικόνα για να ακούσεις και να ξεφυλλίσεις ένα απόσπασμα από το βιβλίο.
Απ' το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη Πορεία προς το μέτωπο (28η Οκτωβρίου 1940)
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν
οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο
μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και
στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν
τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ΄ναι.
Διαβάσαμε αυτό το όμορφο παραμύθι ,για ένα μοναδικό , ξεχωριστό σκαντζοχοιράκι....Τι κρίμα που το βιβλίο δεν είχε το τέλος ! Αποφασίσαμε λοιπόν να δώσουμε εμείς στην ιστορία όποιο τέλος θα μας άρεσε. Χωριστήκαμε σε ομάδες , πήραμε χαρτί του μέτρου και μαρκαδόρους. Τις ιστορίες μας τις παρουσιάσαμε με κόμικς. Είχαμε κάποιες δυσκολίες στην αρχή ,σχετικά με την οργάνωση και διεξαγωγή της εργασίας , τις οποίες όμως ξεπεράσαμε αναλαμβάνοντας ρόλους μέσα στις ομάδες μας .Σας παρουσιάζουμε τις ιστορίες μας.
Με αφορμή το ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου " Το ποταμάκι " ασχοληθήκαμε με τον "Κύκλο του νερού". Διαβάσαμε και τραγουδήσαμε το ποίημα , ενημερωθήκαμε για το ταξίδι του νερού από εδώ και θελήσαμε να παίξουμε ... Χωριστήκαμε σε 6 ομάδες για να παρουσιάσουμε τη θάλασσα , το σύννεφο, το βουνό , το ποτάμι ,τα φυτά, το νερόμυλο. Χρειαστήκαμε ακόμα έναν ήλιο και μια Σταγονούλα . Βάλαμε κέφι και φαντασία .Έτσι η Σταγονούλα ξεκίνησε το ταξίδι της. Το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό και φυσικά περάσαμε τέλεια !